καταραχιά

καταραχιά
και καταρραχιά, η
1. η κατηφοριά τού βουνού
2. το καταράχι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταράχι με επίδραση τού πλαγιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταραχιά — καταραχιά, η και κατάραχο, το και καταράχι, το η κορυφή του βουνού, κορυφογραμμή: Τους βλέπαμε όρθιους στην καταραχιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταραχιάς — ο [καταραχιά] 1. αυτός που συχνάζει στις βουνοκορφές 2. αντάρτης, φυγόδικος 3. άτακτο, πολύ ζωηρό παιδί …   Dictionary of Greek

  • καταρραχιά — ή βλ. καταραχιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”